του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Β.Δ. Αναγνωστόπουλος
Ένα καλό
βιβλίο είναι ένας καλός φίλος, γιατί μας συντροφεύει στο πέρασμα του χρόνου.
Γι’ αυτό το διαβάζουμε και το ξαναδιαβάζουμε κερδίζοντας, σε κάθε ανάγνωση,
μαζί με την αισθητική χαρά, γνώση, σοφία κι αλήθειες ζωής.
Ξαναδιάβασα μέσα στις καλοκαιρινές
διακοπές το μυθιστόρημα Καναρίνι και
μέντα της γνωστής συγγραφέως Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου (Πατάκης,
Αθήνα 1996, σ.195). Η ιστορία πλέκεται γύρω από την τύχη του 11χρονου Απελλή,
ενός αγοριού που έχει ζήσει αρκετά χρόνια στο Λήδειο Ίδρυμα και ένα καλοκαίρι
ζει μαζί με τη «θεία» του Κλειώ στην Αθήνα, κοντά στο λόφο του Στρέφη. Άλλους
δικούς του ανθρώπους στην Αθήνα δεν έχει. Ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού
της «θείας» τα Διηγήματα του
Παπαδιαμάντη. Του κινήθηκε η περιέργεια κι άρχισε να διαβάζει το διήγημα Η φωνή του Δράκου, μια ιστορία που
έμοιαζε πολύ με τη δική του. Μιλούσε για ένα παιδί που συναντούσε δυσκολίες,
δεν έβρισκε πουθενά καταφύγιο, ένιωθε μόνο του. Από δω και πέρα για τον Απελλή
ο Παπαδιαμάντης πήρε στην καρδιά του τη θέση του παππού. Σε αυτόν τον χάρτινο
παππού Αλέξανδρο θα καταφεύγει και απ’ αυτόν θα ζητεί βοήθεια. Η φωνή του Δράκου είναι το διάμεσο που
συνδέει και τους δυο.
Η «θεία» Κλειώ ετοιμάζεται να φύγει μαζί
με τον Τέλη, που αγαπά, για την Κύπρο. Ο Απελλής τότε εγκαταλείπει το σπίτι και
προσπαθεί να φτάσει στο Λήδειο Ίδρυμα, όπου εκεί γνώρισε αγάπη και στοργή από
τις «μητέρες» του. Γνωρίζει αρκετές περιπέτειες, ώσπου να φτάσει στον προορισμό
του. Η εξαφάνιση του δηλώνεται στην Αστυνομία, στην τηλεόραση κ.λ.π. Σαν φτάνει
στο Ίδρυμα μαθαίνει από τη «μητέρα» Ειρήνη πως η Κλειώ δεν είναι «θεία» του
αλλά η πραγματική του μητέρα. «Όταν κλείνει ο Θεός μια πόρτα, λέει, ανοίγει ένα
παράθυρο…»
Το μυθιστόρημα έχει πολλές αφηγηματικές
αρετές. Το νήμα της εξιστόρησης των γεγονότων δε χάνεται ούτε στιγμή από τον
αναγνώστη, γεγονός που δημιουργεί την αναγνωστική αγωνία και το έντονο
ενδιαφέρον για τη συνέχεια. Η πλοκή εξάλλου είναι στέρεα και καθαρή. Οι
χαρακτήρες ακέραιοι και ψυχολογημένοι, ιδιαίτερα οι «περιθωριακοί» τσιγγάνοι.
Όλα όμως αυτά τα στοιχεία, εσωτερικά ή εξωτερικά της γραφής, δεν είναι παρά
βοηθητικά επινοήματα προκειμένου να αναδειχθεί κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο
που είναι – κατά τη γνώμη μου – η σχέση των νέων μας με τα κλασικά κείμενα της
νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η
περιπετειώδης ιστορία του Απελλή είναι το πρόσχημα για να εμπλέξει η συγγραφέας
σ’ αυτή μια άλλη παρόμοια ιστορία που δίνεται στο διήγημα του Παπαδιαμάντη. Η
αληθινή τέχνη βοηθάει τη ζωή. Το πρόβλημα σχετικά με την κατανόηση και οικείωση
κειμένων παλαιότερων λογοτεχνών απασχολεί τους εκπαιδευτικούς, τους
πνευματικούς ανθρώπους και όλους όσοι ενδιαφέρονται για τους μεγάλους της λογοτεχνίας
μας: Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα, Μητσάκη, Καζαντζάκη κι ακόμα πολύ
νεότερους των Γραμμάτων μας: Παπανούτσο, Τσάτσο, Πλωρίτη κ.ά. Μπορούν οι νέοι
να κατανοήσουν τα βιβλία τους; Αν όχι, τι φταίει; Είναι θέμα γλώσσας; Θέμα
παιδείας; Θέμα σχολικής εκπαίδευσης; Είναι, πάντως, εθνική αυτοκτονία ο
«παροπλισμός» της λογοτεχνίας μας, σήμερα που η Ενωμένη Ευρώπη ενθαρρύνει τον
ανταγωνισμό μεταξύ των λαών της. Χωρίς τους μεγάλους της νεοελληνικής
Γραμματείας είμαστε σπίτι χωρίς θεμέλια, δέντρο χωρίς ρίζες. Το μυθιστόρημα Καναρίνι και μέντα προσφέρει την
ευκαιρία για παρόμοιους προβληματισμούς. Και είναι μια καινούρια ιδέα που κερδίζει η λογοτεχνία
για παιδιά και νέους, χάρη στην έμπειρη και πρωτοπόρο συγγραφέα κ. Πέτροβιτς.
(*) Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ, τ. 9-10/2003