Τρεις ερωτήσεις – τρεις απαντήσεις,
σε συζήτηση «στρογγυλού τραπεζιού»
Ερώτηση 1η : Υπάρχουν στα
βιβλία σας μορφές οικογένειας πέρα από την παραδοσιακή; Αν ναι, ποιο είναι το
ζητούμενο και ποια η αφορμή;
- Σε πολλά από τα βιβλία μου (*)
υπάρχουν διάφορες μορφές οικογένειας, πέρα από την παραδοσιακή, είτε σε ρόλο
πρωταγωνιστικό είτε σε δευτερεύοντα. Πρόκειται για οικογένειες που έχουν
δημιουργηθεί:
(α) από άτομα σε δεύτερο γάμο ή σε
χηρεία και περιλαμβάνουν ετεροθαλή αδέρφια ή παιδιά χωρίς συγγένεια μεταξύ τους (Σπίτι
για πέντε, Γιούσουρι στην τσέπη, Λάθος, Κύριε Νόιγκερ!, Το μυστήριο του
καλοκαιρινού Αγιοβασίλη, Ο κόκκινος θυμός, Τα παιδιά της «Άνοιξης),
(β) μονογονεϊκές οικογένειες από
χηρεία, διαζύγιο, ή επιλογή (Ζητείται
μικρός, Στο τσιμεντένιο δάσος, Καναρίνι και μέντα, Ο κόκκινος θυμός, Αμίλητη αγάπη, Το φιλί
της Λύκαινας, Στη γειτονιά του Ήλιου, Η οικογένεια του Ήλιου, Πασχαλιά και
πασχαλίτσα),
(γ) υποκατάστατα οικογενειών, π.χ.
ορφανοτροφείο, ξενώνας (Καναρίνι και
μέντα, Ο κόκκινος θυμός, Το παιδί από τη θάλασσα),
(δ) οικογένειες διευρυμένες με
υιοθεσία. (Καναρίνι και μέντα, Ο κόκκινος
θυμός, Η προφητεία του κόκκινου κρασιού, Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας, Πασχαλιά
και πασχαλίτσα).
Το ζητούμενο
είναι η λειτουργικότητα της οικογένειας, όποια μορφή και αν έχει, και ο υγιής
σύνδεσμος μεταξύ των μελών της, κάτι που δεν είναι δεδομένο σε καμιά μορφή της,
παραδοσιακή ή όχι, αλλά επιτυγχάνεται ύστερα από δοκιμασίες, αμφισβητήσεις ή
κρίσεις.
Την αφορμή για
να περιληφθούν τέτοιες μορφές οικογένειες στα βιβλία μου τη δίνει η ίδια η ζωή,
ο περίγυρος, τα περιστατικά και οι καταστάσεις που επισημαίνω ή τυχαίνει να
γνωρίσω από κοντά. Για τον λογοτέχνη, το προσωπικό βίωμα δεν είναι απαραίτητο,
εφόσον διαθέτει «κεραίες» για να συλλαμβάνει τα συμβαίνοντα και να τα βιώνει ως
δικά του.
Ερώτηση 2η :
Πώς αντιδρούν τα παιδιά όταν βρίσκουν στα βιβλία
που διαβάζουν μορφές οικογένειας πέρα από την παραδοσιακή;
Τα παιδιά της εποχής μας όταν
συναντούν τέτοιες μορφές οικογένειας στα λογοτεχνικά βιβλία δεν εκπλήσσονται,
αφού συνήθως υπάρχουν στον περίγυρό τους ή ακούν γι’ αυτές. Συχνά ωστόσο τις αντιμετωπίζουν με
προβληματισμό, αν τα ίδια δεν έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις. Η γνωριμία
πάντως με οικογένειες διαφορετικές από τη δική τους συμβάλλει στην κατανόηση
των άλλων και τα ευαισθητοποιεί ως προς κατάσταση άλλων παιδιών. Για τα παιδιά
που έχουν προσωπική εμπειρία από μια οικογένεια με μορφή μη παραδοσιακή, η
αναφορά της στα βιβλία που διαβάζουν συμβάλλει ώστε να μην αισθάνονται τον
λεγόμενο «στιγματισμό κατά παράληψη», πράγμα που συμβαίνει όταν πουθενά δεν
διαβάζουν για καταστάσεις παρόμοιες με τη δική τους. Όταν αναγνωρίζουν σε
κάποιο ή κάποια βιβλία καταστάσεις παρόμοιες με τις δικές τους, εκφράζουν συχνά
την ικανοποίησή τους και η ψυχική τους ανακούφιση είναι έκδηλη.
Ερώτηση 3η: Θέτει «περιορισμούς» η Παιδική/Νεανική Λογοτεχνία;
- Ως
προς τον χειρισμό των θεμάτων που αφορούν την οικογένεια έχω να πω τα εξής: Ο
χειρισμός όχι μόνο αυτών των θεμάτων, αλλά και ο χειρισμός όλων γενικά των
θεμάτων που θίγονται στην Παιδική/Νεανική Λογοτεχνία, φρονώ ότι απαιτεί σεβασμό
προς το αναγνωστικό κοινό. Η λέξη «σεβασμός», δεν είναι συνώνυμη με τη λέξη
«περιορισμός». Απλά φέρνει στην επιφάνεια μια ιδιαίτερη στάση. Για παράδειγμα, στις
σελίδες μου μένει πάντα τόπος για ελπίδα, αφού, μπαίνοντας στη θέση του
παιδιού, νιώθω πως χωρίς ελπιδοφόρα προοπτική δεν αξίζει κανείς να μεγαλώσει. Το
επιβεβαιώνει αυτό και η σύγχρονη παιδοψυχολογία, διδάσκοντας ότι στο παιδί που
δεν μπορεί να φανταστεί το μέλλον του με αισιοδοξία, αναστέλλονται οι μηχανισμοί
ανάπτυξης. Άρα την ανάγκη για ελπιδοφόρο τέλος όχι απλά τη σέβομαι αλλά και τη
νιώθω ως δική μου ανάγκη πρωτίστως[i], αφού
ανήκω στους συγγραφείς που δηλώνουν ότι, είτε το θέλουν είτε όχι, ο ιδεατός αναγνώστης που έχουν αυθόρμητα μπροστά τους την ώρα της
γραφής είναι ένα παιδί. Κι αυτό αφενός λειτουργεί ως γέφυρα επαναπατρισμού μου
στην παιδική ηλικία και αφετέρου καθιστά το αποτέλεσμα της γραφής μου ανάγνωσμα
κατά κύριο λόγο παιδιά αντίστοιχης ηλικίας. Όπως έχει τονίσει γνωστή Βρεττανή
συγγραφέας[ii] «Ο φανταστικός αναγνώστης βοηθάει το
συγγραφέα να διατηρεί τη ιδιαίτερη φωνή του – κάθε φράση στοχεύει σ’ αυτό το
συγκεκριμένο αυτί, κι αυτό δίνει στο έργο ενότητα και συνοχή. Αν δεν έχεις κατά
νου ένα φανταστικό αναγνώστη, ίσως θα έπρεπε να επιλέξεις κάποιον...»
Άλλο παράδειγμα: Συντάσσομαι με την άποψη ότι στα
βιβλία για παιδιά είναι απαράδεκτη η χυδαιολογία – και αυτό δεν είναι
περιορισμός, δεν σημαίνει διάθεση λογοκρισίας ή σεμνοτυφίας, ακριβώς όπως η αντίρρηση
των ενηλίκων να καταναλώνουν τα παιδιά οινοπνευματώδη ποτά δεν σημαίνει υποστήριξη
της ποτοαπαγόρευσης. Είναι απλώς η θέση μου, ότι ο ανήλικος αναγνώστης, τον
οποίο σέβομαι, εφόσον δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει τη δική του αισθητική άποψη,
είναι αδιανόητο να δέχεται καταιγισμό βωμολοχιών με το πρόσχημα της ρεαλιστικής
απεικόνισης και περιγραφής του σημερινού τρόπου ομιλίας και θέασης των
πραγμάτων. Επομένως αναλαμβάνω τη σχετική ευθύνη όταν γράφω.
Για τη συγγραφή παιδικών βιβλίων και
τις ευθύνες που αυτή συνεπάγεται έχει διατυπώσει εύστοχες απόψεις ο Γερμανός
συγγραφέας ΄Οτφριντ
Πρόισλερ, με τις οποίες συντάσσομαι απολύτως. Γράφει: «Υπάρχουν δύο κανόνες που δεν μπορεί να
παραβλέψει ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων:
1) Είναι υποχρεωμένος να λογοδοτεί
στη συνείδησή του και στην ανθρωπότητα σχετικά με όσα γράφει για παιδιά.
2) Η συγγραφή παιδικών βιβλίων δεν
είναι διαβατήριο για μέτρια λογοτεχνία.
(...) Παρά το ευρύ φάσμα δυνατοτήτων, παρά την ελευθερία του να διαλέγει
θέματα και λογοτεχνικές μορφές, ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων αντιμετωπίζει
κάποια όρια…. Εδώ παίζει ρόλο η συνείδηση του συγγραφέα, εκείνη η ειδική
αίσθηση της ευθύνης στην οποία είναι υπόλογος για κάθε γραμμή που γράφει και
την απευθύνει στα παιδιά. Τα όρια είναι ξεκάθαρα και κατηγορηματικά, χωρίς «αν»
και «εφόσον». Ο σεβασμός τους απορρέει από την αγάπη και το σεβασμό που
οφείλουμε στα παιδιά – είναι επιταγή της ανθρωπότητας. Για να μιλήσω
επιγραμματικά, να τι θεωρώ ανεύθυνο και απαράδεκτο για ένα συγγραφέα:
-
να παρασύρει τα παιδιά με οποιοδήποτε τρόπο σε φυλετικό ή ταξικό μίσος,
στο όνομα κάποιας θρησκείας ή ιδεολογίας, για πολιτικούς ή άλλους «ανώτερους»
υποτίθεται λόγους, και μάλιστα εναντίον των γονέων τους˙
-
να γίνεται βάναυσος με τα παιδιά, φέρνοντάς τα αντιμέτωπα με αναίτιες σκηνές βίας και εγκλήματος ˙
-
να υποβοηθεί την επιχείρηση πορνογραφίας για παιδιά αντί να τους
προσφέρει υγιή και σωστή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση – σωστή με την έννοια ότι
σέβεται την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως όντος με ψυχή – στη σωστή ώρα και σε
αναλογία με τα κατά περίπτωση στάδια της ανάπτυξης˙
-
να αγνοεί τους βασικότερους κανόνες καλού γούστου έναντι των παιδιών,
φορτώνοντάς τα με αισχρότητες φραστικές ή οπτικές, όπως έγινε μόδα τελευταία˙
-
να θεωρεί τα παιδιά τόσο ανίδεα ώστε να έχει τη θρασύτητα να τους
σερβίρει τα πιο κακότεχνα, αξιολύπητα και προχειρογραμμένα κείμενα ή τις πιο
άθλιες εικόνες σε βιβλία που απευθύνονται σ’ αυτά…[iii]
Και
καταλήγει ότι η τήρηση των κανόνων αυτών, που εκφράζουν το σεβασμό προς τους
νεαρούς αναγνώστες και που καμιά σχέση δεν έχουν με περιορισμούς και
λογοκρισίες, είναι θέμα ωριμότητας
και ευθύνης όσων γράφουν για παιδιά. Και προσωπικής αισθητικής θα προσέθετα.
(*) Στοιχεία για
τα βιβλία που αναφέρονται υπάρχουν στην ιστοσελίδα: www.loty.gr
[i] Βλ. π.χ. Tessa Krailing:
How to write for children, Allison and Busby, Λονδίνο: 1988, σελ. 53, όπου γράφει:
«αν γράφεις για παιδιά, στο τέλος το καλό πρέπει να θριαμβεύει, το φως να νικά το σκοτάδι.
Είναι μια βεβαιότητα που επιτρέπει στο παιδί να δοκιμάζει το θάρρος του. Αν
αυτό είναι αντίθετο με την καλλιτεχνική σου προδιάθεση, τότε καλύτερα να
γράφεις για ενήλικες, όχι για παιδιά».
[iii] Βλ.το άρθρο του «What you write for children», στο περιοδικό Bookbird, Τόμος ΧΙΙΙ, Νο.4/1975, σελ. 3-5.