Εφέτος
συμπληρώνονται 50 χρόνια από το πρώτο βιβλίο που έγραψε ο Ομότιμος Καθηγητής
του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, πρωτοπόρος στην έρευνα, τη
στήριξη και τη διδασκαλία της Παιδικής/Νεανικής Λογοτεχνίας. Πλήθος από τότε τα
μελετήματα, οι δημοσιεύσεις και τα πολύτιμα βιβλία του για τον κλάδο αυτόν της Λογοτεχνίας
και πολλά του οφείλουν όσοι ασχολούνται, διδάσκουν ή ερευνούν ό,τι αφορά τα
παιδιά και τα βιβλία τους. Με την άδειά του και με τη βεβαιότητα ότι θα το απολαύσουν οι φίλοι μου, παραθέτω εδώ το Α΄ Μέρος του πρόσφατου βιβλίου του με τίτλο:
Από την πλάκα με το κοντύλι
ως το λάπτοπ με το «ποντίκι»!
Μέρος Α΄
Το πρώτο βιβλίο που έγραψα και κυκλοφόρησε με αυτοέκδοση ήταν το
1970, πριν από 50 χρόνια! Και νομίζω σαν να ήταν χτες. Ζούσα στα όμορφα
Γιάννενα. Νέος και ερωτευμένος. Η
Δικτατορία των Συνταγματαρχών στο απόγειο. Εργάζομαι στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς
(από το 1966) και παράλληλα στο Φιλολογικό Φροντιστήριο Γκούμα. Για τις ανάγκες
της διδασκαλίας (ιδιαίτερα της φροντιστηριακής) άρχισα να ασχολούμαι με την
ετυμολογία και την ερμηνεία γλωσσικών θεμάτων. Στο πανεπιστήμιο στην Φιλοσοφική
Αθηνών είχα αγαπήσει τη Γλωσσολογία, στο κλειστό φροντιστήριο του Κουρμούλη,
όπου είχα προσφέρει 7.000 λήμματα, αποδελτιώσεις από εφημερίδες για το
αντίστροφο Λεξικό, που εκδόθηκε το 1968.
Δεν
κυκλοφορούσαν πολλά βιβλία, ήταν δύσκολη η έκδοσή τους και για λόγους
οικονομίας και για λόγους πολιτικούς. Να θυμίσουμε πως από το 1967 είχε
επιβληθεί δικτατορία και όλα λογοκρίνονταν. Ήδη στην αγορά υπήρχαν οι
πολύγραφοι, χειροκίνητοι και ηλεκτροκίνητοι. Στην αρχή της οδού Κ. Φρόντζου,
απέναντι από την οικία του υπήρχε ένα μικρό μαγαζί με σχολικά είδη και είδη περιπτέρου. Στο πατάρι είχε κρυμμένο
έναν χειροκίνητο πολύγραφο, σε διαστάσεις σαν
έναν σύγχρονο φούρνο μικροκυμάτων. Εκεί είδα το πρώτο μου όνειρο να
παίρνει σάρκα και οστά, εκεί τύπωσα το πρώτο μου βιβλίο καλοκαίρι του 1970,
σελίδες 70!
Νομίζω
ότι αξίζει να διηγηθώ πώς γινόταν η
εκτύπωση. Το κείμενο αρχικά έπρεπε να γραφεί πάνω σε ειδικές μεμβράνες
κι αυτό γινόταν με ειδική γραφίδα χειρός ή στη γραφομηχανή. Παίρναμε μία μία
μεμβράνη μετά και την προσαρμόζαμε στον μελανωμένο κύλινδρο του μηχανήματος
(είδος πολυγράφου), ώστε η διάτρητη μεμβράνη να μάς δίνει το κείμενο στο χαρτί.
Τυπώναμε τη μεμβράνη σε χαρτί Α4, τόσες φορές όσα αντίτυπα υπολογίζαμε να
κυκλοφορήσουμε. Ακολουθούσε η δεύτερη, η τρίτη κ.ο.κ, προσέχοντας να είναι
επαρκώς μελανωμένος ο κύλινδρος, ο οποίος, όπως είπαμε, ήταν χειροκίνητος.
Είχα
αγοράσει μια μεταχειρισμένη γραφομηχανή, σε πολύ καλή κατάσταση, από τον
Αχιλλέα Ευαγγέλου, (στο φροντιστήριο του οποίου δίδασκα Έκθεση, του είχαμε
βαπτίσει και την κόρη του Ιόλη) και εκεί
δακτυλογράφησα μόνος μου όλη τη μελέτη σε μεμβράνες- με πολύ κόπο πρέπει να
ομολογήσω. Αρχικά, την έγραψα με στυλό σε πρόχειρο, όπου και διόρθωνα τα λάθη ή
προσθαφαιρούσα κ.λπ., γιατί πάνω στη μεμβράνη ήταν δύσκολη η διόρθωση και πολύ
περιορισμένη με κάποιο διορθωτικό, που χρησιμοποιούσαμε. Επόμενο βήμα ήταν να
αντιγράψω τα κείμενα με τη γραφομηχανή στις μεμβράνες, με προσοχή. Τρίτο βήμα
να τις τυπώσω στον χειροκίνητο πολύγραφο. Υλικά απαραίτητα το χαρτί πολυγράφου
και το μελάνι.
Πέρασαν
τόσα χρόνια και νομίζω πως ακόμα τώρα
νιώθω εκείνη τη μυρωδιά του μελανιού και έχω στα αυτιά μου τον μονότονο ήχο που
έβγαζε ο κύλινδρος σε κάθε χειροκίνητο γύρισμα. Μετά το τύπωμα έκανα τα
«σώματα», τα αντίτυπα, μέσα σε σκληρά κάπως εξώφυλλα τυπωμένα σε τυπογραφείο
και τα έραψα στη ράχη. ΄Όλα αυτά μέσα σε προφυλάξεις, μυστικότητα και λίγα
λόγια…δια τον φόβο των Ιουδαίων. Τα μετέφερα σπίτι μου και νόμιζα πως είχα το
θησαυρό του κόσμου. Γιατί είναι ανείπωτη ευτυχία, όταν έχεις στα χέρια σου για
πρώτη φορά το φρεσκοτυπωμένο πρώτο σου βιβλίο ! Σαν να κρατάς το νεογέννητο
παιδί σου!
Το
βιβλίο είναι τρόπον τινά το μετουσιωμένο
πνεύμα σου, οι ιδέες, η φαντασία και το όνειρό σου. Είναι η σάρκα και τα
οστά μια άλλης πραγματικότητας, σώμα από έναν άλλο κόσμο που τον φαντάστηκες,
τον ανακάλυψες ή τον επινόησες. Είναι μια συντεταγμένη φωνή, που ακινητοποίησες
μέσα στον χρόνο. Άλλωστε, η γραφή κατά τον Πλάτωνα είναι η αιωνία ομιλούσα
φωνή. Είναι οι ασώματοι σύνοικοι της ψυχής μας: ιδέες, ιδεολογήματα, νοήματα,
εντυπώσεις, προσδοκίες, φόβοι, εικόνες, σκηνές, ιστορίες, αφηγήσεις, πρόσωπα,
λουλούδια, δέντρα, φυτά, ρεματιές…Όλα ανήκουν στην άτυπη συλλογή μας, κάπως
ασυνάρτητα και με το χρόνο διεκδικούν «σώμα», ένδυση με λέξεις και στολισμό και
ομορφιά. Και τότε, αν το θέλουμε, γινόμαστε δημιουργοί, μέτριοι, καλοί,
άριστοι. Και οι επιλογές γίνονται γλώσσα και σύστημα και κόσμος, που ώσπου να
τυπωθεί και να φτάσει στο τέλος, να ολοκληρωθεί ως βιβλίο, διορθώνεται ξανά και
ξανά, συμπληρώνεται, ζυγίζεται και «ράβεται» το τελικό. Νιώθω γράφοντας πως
προσπαθώ να μεταφράσω, να μεταφέρω στα ανθρώπινα μέτρα και γλώσσα κάτι από μια
άυλη πραγματικότητα, από ένα κόσμο ονείρου.
Στο
εξώφυλλο, ψηλά ψηλά, είναι το όνομά μου
«Βασ. Δ. Αναγνωστόπουλος» ( αργότερα έγινε Β. Δ. Αναγνωστόπουλος), στη μέση ο
τίτλος ΓΛΩΣΣΙΚΑ με υπότιτλο τα 5 κεφάλαια, ήτοι: Α. Ορολογία γλωσσικών
φαινομένων, Β. Ορθογραφικά (επί των συνθέτων), Γ. Ρηματικά (επί δυσερμηνεύτων
τύπων), Δ. Τα δίχρονα εν τοις ρήμασι, Ε. Τα δίχρονα εν τοις ονόμασι. Και προς
το τέλος της σελίδας μέσα σε αγκύλες: Βοήθημα απαραίτητον διά τους υποψηφίους
Φιλολογικού, Νομικού, Διδασκαλικού κύκλου και διά μαθητάς των ανωτέρω τάξεων
του Γυμνασίου. Ακολουθεί τόπος και χρονολογία: ΙΩΑΝΝΙΝΑ 1970.
Ακολούθησαν
τα βιβλία:
1972.Ετυμολογικόν
λεξικόν της αρχαίας ελληνικής, Αγρίνιο, σελ.240.Γράφτηκε με γραφίδα στο χέρι,
όλο πάνω σε μεμβράνες και τυπώθηκε μετά σε αυτόματο πολύγραφο. Αξίζει, νομίζω,
να παραθέσω το σημείωμα ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ: Το ανά χείρας πόνημα είναι καρπός μιας
πολυχρονίου αγάπης και ιδιορρύθμου επαφής του γράφοντος προς την πλουσιωτάτην
Ελληνικήν Γραμματείαν. Η αφετηρία του εγχειρήματος ανάγεται εις την γυμνασιακήν
ζωήν, τότε που γεννώνται δειλά, ή κάποτε οδυνηρά, τα ωραιότερα σκιρτήματα της
ψυχής. Αρχικός σκοπός ήτο η δημιουργία ενός στέμματος ριζικών λέξεων. Η
περαιτέρω δε απλούστευσις υπηγορεύθη από
την πράξιν. Ουδαμού υπάρχει αυθαιρεσία, αλλά σεβασμός προς την γλώσσαν. Η
λημματογράφησις εγένετο επί τη βάσει των αρχαίων κειμένων και καλύπτει επαρκώς,
νομίζομεν, τας ανάγκας των υποψηφίων των Θεωρητικών Σχολών και των μαθητών των
Ανωτέρων Τάξεων του Γυμνασίου. Ελπίζοντες ότι θα συμβάλωμεν εις τον πολύμοχθον
και σεβαστόν αγώνα των σπουδαζόντων νέων, παραδίδομεν το παρόν και εις την
κρίσιν παντός καλοπίστου ενδιαφερομένου. ΑΓΡΙΝΙΟΝ 16-8-72 Α.Β.
1972.Γραμματολογία,
Αγρίνιο,σελ.193.Γράφτηκε σε μεμβράνες με
γραφομηχανή και τυπώθηκε σε αυτόματο πολύγραφο. Και με τον ίδιο τρόπο τυπώθηκαν
και τα:
1976.Ερμηνευτικές
αναλύσεις των έργων του Πλάτωνος, (με συνεργασία), Αγρίνιο, σελ.106
1977.Εκθέσεις
Ιδεών, Ιωάννινα, σελ.370
1977.Αγωγή
του προφορικού λόγου, τεύχος Α΄, Καρδίτσα, σελ.130
1977.Θέματα
παιδικής λογοτεχνίας (με συν.), Καρδίτσα, σελ.126
1979:
Πηνελόπη Δέλτα-Αντιγόνη Μεταξά (συν.), εκδ .Ε. Χριστόπουλος , Ακαδημίας 76,
Αθήνα, σελ.128. Χτυπημένο σε υβριδική γραφομηχανή με ωραία γράμματα και εκτύπωση σε OFFSET
.
Από
τούδε και εφεξής εκδίδονται τα βιβλία μου από εκδοτικούς οίκους, ήτοι: Ε.
Χριστόπουλος, Κάδμος, Οι εκδόσεις των Φίλων, Πατάκης, Καστανιώτης, Ψυχογιός,
Βιβλιογονία, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, Εργαστήριο Λόγου και
Πολιτισμού πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Γρηγόρης, Εύμαρος, Σταμούλης, ΗΒΗ κ.ά.
Το
1987 αγόρασα μια μεγάλη ηλεκτρονική γραφομηχανή Olivetti (την κρατάω
ενθύμιο, όπως και τη μικρή γραφομηχανή, που έγραφα τις μεμβράνες για τον
πολύγραφο), που ήταν μια προδρομική μηχανή, πρόδρομη του κομπιούτερ, αφού
διέθετε μνήμη, αλλά μικρής έκτασης. Σε αυτή καθαρόγραψα το διδακτορικό μου,
τέλος του 1988, με πολλές δυσκολίες, βέβαια γιατί είχε πίνακες πολλούς κ.ά.
Είναι το βιβλίο Η ελληνική παιδική λογοτεχνία κατά τη μεταπολεμική περίοδο
(1945-1958), εκδ. Καστανιώτη 1991.
Η
μεγάλη επανάσταση στην τυπογραφία έγινε γύρω στη δεκαετία του ΄90 με την
ψηφιακή τεχνολογία. Στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ήρθα το ακαδ. έτος 1989, στο δεύτερο έτος της
έναρξής του. Ξεκίνησα από το Πεδίο του Άρεως και μετά στο παραλιακό συγκρότημα
(αποθήκες Ματσάγγου) παρακολουθώντας και την κτηριακή του ολοκλήρωση, κτήριο
Δελμούζου και Νέα πτέρυγα. Στο γραφείο μου είχα πάντοτε βοηθούς αποσπασμένους
από την Α/θμια εκπαίδευση, κυρίως νηπιαγωγούς. Τότε αρχές της δεκαετίας του ΄90
έφταναν μηνύματα από την εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας, όπως Η/Υ, Φαξ,
Κομπιούτερ κ.λπ. Πρωτόφαντα πράγματα για όλους μας. Και ως το 2008, οπότε και
βγήκα στη σύνταξη, δεν θέλησα (αισθανόμουν μάλλον μια αποστροφή, αγαπούσα πολύ
το μολύβι, ίσως γιατί μου θύμιζε την πλάκα και το κοντύλι των πρώτων σχολικών
μου χρόνων, ίσως γιατί τα παιδιά του γραφείου μου αντέγραφαν στον Υπολογιστή
αμέσως ό, τι έγραφα διά χειρός), τέλος
πάντων δεν επιχείρησα να σκύψω και να μάθω να χειρίζομαι το καταπληκτικό
εργαλείο, τον προσωπικό υπολογιστή (PC), το κομπιούτερ. Άρχισα από το μηδέν με
πληροφορίες ερανίσματα φίλων. Αγόρασα ένα λάπτοπ DEL (550 Ευρώ) και σιγά σιγά μαθήτευσα,
με υπομονή και θέληση και έφτασα, παρότι οψιμαθής, μετά από ένα μικρό χρονικό
διάστημα να μπορώ στα βασικά να εξυπηρετούμαι, να παίρνω και να στέλνω ημέιλ
και να γράφω ένα κείμενο. ΄Είχα την
αίσθηση του μαθητή της Α΄ τάξεως του δημοτικού, γιατί όλα μου ήταν πρωτόγνωρα,
όχι μόνο ο χειρισμός, αλλά πιο πολύ η καινούργια γλώσσα ενός πολύπλοκου και
ακατανόητου κόσμου της ηλεκτρονικής. Άρχισα να γράφω κατ΄ευθείαν στην οθόνη κι
εκεί να διορθώνω, να συμπληρώνω, να καταργώ, να αρχειοθετώ, να αποθηκεύω κ.λπ.
Ε, σήμερα, βέβαια, βρίσκομαι σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Με το
νέο μου λάπτοπ, το ASUS Vivobook, απολαμβάνω και θαυμάζω το απέραντο της
γνώσης, της έρευνας, των πληροφοριών, το ασύλληπτο των δυνατοτήτων που έχει. Nα έχεις όλο τον
κόσμο μπροστά σου! Και σκέφτομαι σε πόση
μοναξιά θα πέφτουν όσοι είναι
ηλεκτρονικά απαίδευτοι, όσοι αγνοούν τη νέα τεχνολογία, η οποία θεωρείται
επανάσταση πιο μεγάλη και από την
ανακάλυψη της τυπογραφίας, τον 15ο αι.
Έτσι
σήμερα συνταξιούχος περνώ πολύ χρόνο
μπροστά στην οθόνη διαβάζοντας ή γράφοντας ή διασκεδάζοντας ή βλέποντας
στο σκάιπ τη λατρεμένη μου μικρή Σεβήρα! Και γράφω αυτά εδώ για να δει πώς ο
παππούς ανέβηκε σκαλί σκαλί στα γράμματα, αγάπησε τα βιβλία ( ιδιαίτερα τα
βιβλία για παιδιά) αλλά και το γράψιμο.
Μου
άρεσε να γράφω, να μελετώ, να ερευνώ. Έτσι είχα ανακαλύψει τον τρόπο πώς
γεννιούνται οι ιδέες μέσα μου, πώς ανακαλύπτω ανησυχίες κάτω από την κρούστα
της άγνοιας, σαν τα νιόφυτα στον
φρεσκοσκαμμένο και ποτισμένο κήπο που τινάζουν στο φως αδιόρατα στην αρχή,
φανερά εν συνεχεία, τη φιλοδοξία της ύπαρξής τους. Δίνοντας «σώμα» και πνοή σε
άυλα πράγματα, μιας άυλης πραγματικότητας, νόμιζα (και νομίζω ακόμη) πως
γινόμουν μέτοχος ενός ανώτερου κόσμου, πολίτης , όπως λέει ο Καβάφης, στων
Ιδεών την πόλη! Πιστεύω πως έχω την πιο ευλογημένη συνήθεια ( όπως και πολλοί
άλλοι, βέβαια), να διαβάζω βιβλία, να γράφω βιβλία, να στοχάζομαι γράφοντας και
να γράφω στοχαζόμενος. Να βυθοσκοπώ και να βυθοσκοπούμαι, να χαίρω και να δίνω
χαρά, να μοιράζω όσα έχω μέσα μου και να μοιράζομαι τη σοφία, την τέχνη και την
τεχνική των άλλων συγγραφέων. Να ημερεύω το λαγό και την ύαινα που έχω μέσα
μου, όπως κάθε άνθρωπος, καθώς λέει ο
Γάλλος παραμυθάς Ανρί Γκουγκό.
Με
λένε αισιόδοξο, ναι. Και θα ήθελα να πω ότι θαυμάζω τον ισορροπιστή, που από τη
μια στέγη περπατώντας πάνω στο τεντωμένο σκοινί, φτάνει στην απέναντι στέγη.
Χωρίς πίστη και αισιοδοξία πώς θα διανύσει κανείς το τεντωμένο σκοινί της ζωής
του, το κομμάτι του χρόνου που του αναλογεί; Πώς θα γεμίσει το διάλειμμα μεταξύ
γέννησης και θανάτου, αν δεν θητεύσει στη σχολή ονείρων; Και πώς θα γίνει καλός
μαθητής της ζωής αν δεν τραφεί με τη σοφία των βιβλίων και την πάλη της
συγγραφής; Και πώς θα ελαφρώσει το βάρος της βιοτής, αν δεν γευθεί μια άλλη
αιωνιότητα, την αιωνιότητα των παραμυθιών; Μου αρέσει το λαϊκό παραμύθι που
μιλάει για τη φασολιά που ανέβαινε κατακόρυφα, προς τον ουρανό. Έτσι πατάει στη
γη και βυθίζει τις ρίζες στο χώμα, αλλά πασχίζει ν΄ ανέβει ψηλά, να χαρεί τον
αέρα και τη θέα, να δει τον κόσμο και τα θαυμαστά του. Αυτό είναι σύγκραση
ρεαλισμού και ονείρου, κάτι που το παλεύω όλη μου τη ζωή.
Κάτω
Λεχώνια,9/8/20 Β.Αν.